- κόλι
- τομικρό στρατιωτικό απόσπασμα ή νυκτερινή περίπολος, καρακόλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρακόλι, με αποκοπή τού α' συνθετικού καρά- για απλοποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
kol(ē̆)i̯- — kol(ē̆)i̯ English meaning: glue Deutsche Übersetzung: “Leim” Note: Root kol(ē̆)i̯ : “glue” derived from a reduction of the extended *glei bh Root gel 1 : “to curl; round” [see above]. Material: Gk. κόλλᾰ “ glue “ (*κόλι̯α); M … Proto-Indo-European etymological dictionary